σκνιπαίος

σκνιπαίος
και δ. αν. σκνιφαῑος, -αία, -ον, Α
σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. -αῖος, πιθ. και κατ' επίδραση τού κνεφ-αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκνιπαῖον — σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος masc acc sg σκνῑπαῖον , σκνιπαῖος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκνιφαίος — αία, ον, Α βλ. σκνιπαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”